- διανομείο
- το1. τόπος όπου γίνεται διανομή2. ναυτ. αποθήκη τροφίμων ή πυρομαχικών για διανομή στο πλήρωμα, ντεσπέντσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρουπρβλ. γαλλ. cambuse. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].
Dictionary of Greek. 2013.