διανομείο

διανομείο
το
1. τόπος όπου γίνεται διανομή
2. ναυτ. αποθήκη τροφίμων ή πυρομαχικών για διανομή στο πλήρωμα, ντεσπέντσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου
πρβλ. γαλλ. cambuse. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεσπέντζα — η 1. κλειστός τόπος τού σπιτιού όπου φυλάγονται τρόφιμα, το κελλάρι 2. ναυτικός όρος που αντιστοιχεί στα επίσημα διανομείο, σκευοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. ενετ. despensa, dispensa] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”